δραστικότητα - translation to English
Diclib.com
ChatGPT AI Dictionary
Enter a word or phrase in any language 👆
Language:     

Translation and analysis of words by ChatGPT artificial intelligence

On this page you can get a detailed analysis of a word or phrase, produced by the best artificial intelligence technology to date:

  • how the word is used
  • frequency of use
  • it is used more often in oral or written speech
  • word translation options
  • usage examples (several phrases with translation)
  • etymology

δραστικότητα - translation to English


δραστικότητα         
potency, activity
potency      
n. δύναμη, δραστικότητα, σεξουαλική ικανότητα
activity      
n. δραστηριότητα, απασχόληση, αρμοδιότητα, χημική διαστηριότητα, δραστικότητα [φυσ.]

Wikipedia

Δραστικότητα
Δραστικότητα είναι η ιδιότητα των ουσιών να αντιδρούν με άλλες ουσίες. Όσο πιο βίαια αντιδρά γενικά μια ουσία τόσο πιο δραστική θεωρείται.